- ξεφτιλίζω
- ξεφτίλισα, και ξεφιτιλίζω ξεφιτίλισα1. καθαρίζω το φιτίλι, τη θρυαλλίδα του λυχναριού: Σαν κάποιον να ξεφτίλιζε, ν' άναβε το καντήλι (Βαλαωρίτης).2. ξύνω, πειράζω: Μην ξεφιτιλίζεις το σπυρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.